- παυσίλυπος
- -η, -ο / παυσίλυπος, -ον, ΝΑαυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.)αρχ.1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπονέπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» — σήραγγα πάνω από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος τάφος τού Βεργιλίουβ) «ὁ παυσίλυπος οἶκος» — ο τάφος επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- τού παύω (πρβλ. παῦσις) + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].
Dictionary of Greek. 2013.